
Μια φόρα κι έναν καιρό στην άκρη ενός μεγάλου κάμπου ήταν ένα μικρό άσπρο σπιτάκι με κόκκινα κεραμίδια και πέτρινη καμινάδα.
Το σπιτάκι ήταν απλό αλλά όμορφο, σαν τον νοικοκύρη που το φρόντιζε με αγάπη περίσσια.
Είχε το πέτρινο τζάκι που με την φωτιά του ζέσταινε τους λευκούς τοίχους και όλο τον χώρο που καθόταν ο νοικοκύρης.
Υπήρχε ζωντάνια και αγάπη μέσα στο σπίτι.
Το πιο όμορφο σημείο του σπιτιού όμως, ήταν ο κήπος του με τα πολύχρωμα λουλούδια.
Κάθε λογής λουλούδια, τριαντάφυλλα, ζουμπούλια, τουλίπες, πικραλίδες μα το πιο χαρακτηριστικό του ήταν οι μαργαρίτες του.
Μαργαρίτες πανέμορφες όλων των χρωμάτων και των αποχρώσεων, σιγοψιθύριζαν το τραγούδι του ανέμου που σαν χάδι περνούσε ανάμεσα τους.
Μέσα στην πανδαισία των χρωμάτων αλλά και των μυρωδικών που ανέδυε ο κήπος τιτίβιζαν φλύαρα μικρά σπουργίτια αλλά και ταξιδιάρικα χελιδόνια.
Η ευτυχία των λουλουδιών ήταν έκδηλη στην ζωντάνια των χρωμάτων τους, κάθε φόρα που ο νοικοκύρης τα σκάλιζε και τα πότιζε με μεγάλη φροντίδα .
Ο κήπος και τα λουλούδια ήταν κομμάτι του σπιτιού που ανέδυε φροντίδα και αγάπη.
Παρ’ όλη την ομορφιά γύρω του, ο νοικοκύρης ήταν σκεπτικός και στενοχωρημένος, άκουγε απ’ ολους ότι στην πόλη έχει ωραία σπίτια, περισσότερες δουλειές και κόσμο που διασκεδάζει.
Όλος ο κόσμος έφευγε στην πόλη για μια καλύτερη ζωή.
Έτσι με βαριά καρδία πήρε την απόφαση να ψάξει την τύχη του και να πάει να μείνει στην πόλη, εγκαταλείποντας το όμορφο λευκό σπίτι με τον ευωδιαστό κήπο.
Το σπίτι άδειασε, οι τοίχοι ερήμωσαν, το πέτρινο τζάκι σταμάτησε να ζεσταίνει γλυκά τον χώρο, που άλλοτε είχε την παρουσία του νοικοκύρη του.
Το πιο όμορφο σημείο του σπιτιού, ο κήπος μαράζωνε.
Τα λουλούδια τα έπνιγαν ζιζάνια που φύτρωναν ανάμεσα τους.
Ήταν διψασμένα από την έλλειψη του νερού, που σταμάτησε να τρέχει γάργαρο για να τα ποτίσει .
Στον άνεμο τώρα άκουγες μόνο το κλάμα και το παράπονο των λουλουδιών.
Έως και τα χελιδόνια έφυγαν σε άλλους τόπους μακρινούς και πιο χαρούμενους .
Το κλάμα και ο θρήνος των λουλουδιών ήταν μεγάλος για την έλλειψη του νοικοκύρη.
Ο νοικοκύρης στην πόλη ένιωθε πολύ δυστυχισμένος μακριά από το σπίτι και τον όμορφο κήπο του .
Ένιωθε μόνος ανάμεσα στους τεράστιους γκρίζους τοίχους των σπιτιών.
Οι άνθρωποι της πόλης φορούσαν σχεδόν όλοι τα ίδια ρούχα, κανένας δεν γελούσε και ήταν όλοι με απλανές ή σκυθρωπό βλέμμα.
Πουθενά δεν υπήρχαν χρώματα, έλειπαν τα λουλούδια, οι μυρωδιές και τα πουλιά.
Κανείς δεν μπορούσε να δει το γαλάζιο του ουρανού, γιατί τον έκρυβαν πυκνά μαύρα σύννεφα από τα εργοστάσια .
Δεν άκουγες το τραγούδι του ανέμου, γιατί το σκέπαζαν οι κόρνες και τα βουητά της πόλης .
Η κάθε ημέρα εκεί ήταν δυσβάστακτη, μακριά από το σπίτι και τα λουλούδια του .
<Θα γυρίσω πίσω, δεν ανήκω εδώ.> φώναξε δυνατά στον εαυτό του μετανιωμένος, ενώ κυλούσαν δάκρυα στο πρόσωπο του.
Κανείς δεν ήταν όμως εκεί να τον ακούσει .
Είχε χάσει και τον εαυτό του μαζί με την χαρά του.
Μια όμορφη ηλιόλουστη ημέρα , η ξύλινη πόρτα του κήπου έτριξε στο άνοιγμα της και τον κήπο διέσχισε ο νοικοκύρης .
Είχε γυρίσει στο σπίτι του, για να φροντίσει όλα αυτά που ήταν κομμάτι της καρδιάς του .
Ήθελε να ποτίσει ξανά τα γερμένα από θλίψη και από εγκατάλειψη λουλούδια του.
Να σκαλίσει το χώμα τους , να απομακρύνει τα ζιζάνια.
Ήταν όλα εκεί, περιμένοντας καρτερικά την φροντίδα και την αγάπη του .
Δεν θα εγκατέλειπε πότε το σπίτι του ξανά.
Είχε καταλάβει ότι ευτυχία είναι να είσαι κοντά σ’ αυτά που αγαπάς, γιατί κι αυτά με την σειρά τους, φροντίζουν να σου δίνουν χαρά.
Από τότε ο καπνός στην καμινάδα, είναι ορατός σε όλους τους περαστικούς .
Η ομορφιά και η ευωδιά από τα λουλούδια του μικρού κήπου καθηλώνει όποιον σταματά για να τα θαυμάσει.
Τα πουλιά φλυαρούν χαρούμενα και ο άνεμος σιγοντάρει με το τραγούδι του, την ολοκλήρωση της ευτυχίας του νοικοκύρη.
Η παρουσία του κοντά τους ολοκλήρωνε τον παράδεισο μιας ευτυχισμένης πανδαισίας αισθήσεων και συναισθημάτων.
Αποσυμβολισμοί:
Η παραβολή είναι δοσμένη σε δυο επίπεδα ανάγνωσης .
Το πρώτο επίπεδο είναι η ιστορία που διαβάζετε και το δεύτερο είναι οι συμβολισμοί της ιστορίας .
Ο νοικοκύρης είναι οι άνθρωποι, το σπίτι ο εαυτός μας και ο κήπος με τα λουλούδια είναι η μοναδικότητα των συναισθημάτων του που μας κάνει ξεχωριστούς.
Όταν δεν ακούμε την καρδία μας και ακολουθούμε τον τρόπο ή την σκέψη των άλλων, χάνουμε την επαφή με τον εαυτό και τα συναισθήματα του, απουσιάζουμε από την ίδια μας την ζωή.
Γινόμαστε δυστυχισμένοι γιατί κανείς δεν μπορεί να μας δώσει τίποτα, αν εμείς δεν το δώσουμε πρώτα στον εαυτό μας.
Ψάχνουμε την ευτυχία έξω από εμάς, ενώ η ευτυχία βρίσκεται μέσα σε εμάς στην απλότητα των συναισθημάτων μας, αρκεί να την καλλιεργήσουμε και να την προστατέψουμε από τα ζιζάνια.
Ο άνθρωπος είναι ξεχωριστός και μοναδικός όπως ο κήπος του νοικοκύρη, αρκεί να αποδεχτεί και να αγκαλιάσει την μοναδικότητα του.
Υ.Γ
Τελειώνοντας την ιστορία μου θα ήθελα να πω ότι συνδύασα μια ιστορία μέσα από έναν πινάκα ζωγραφικής, που αυτοδίδαχτα με βοήθησε να εκφράσω, όλα όσα είχα μέσα μου .
Κάθε φόρα που ζωγραφίζω, δημιουργώ μια ιστορία που παίρνει ζωή με τα χρώματα στον καμβά, όπως ένα παραμύθι .
Το δικό μου παραμύθι που το μοιράζομαι μαζί σας .
Κάθε χρωματισμός και κάθε σχήμα που σχεδιάζεται στον καμβά έχει συμβολικό χαρακτήρα .
Δεν αντιγράφω και δεν προσπαθώ να μιμηθώ κανένα σχήμα και καμιά γραμμή από την φύση .
Είναι ζωγραφισμένο πάντα μέσα από έμπνευση της στιγμής, αίσθηση και φαντασία .
Ζωή