Κάπου κάποτε στην γωνία ενός καπηλειού, ήταν ένας ζητιάνος. Η γωνιά του καπηλειού ήταν το σπίτι του, το μοναδικό μέρος που μπορούσε να φιλοξενήσει την φτώχια και την πείνα του.
Οι περαστικοί του δρόμου γυρνούσαν που και που το κεφάλι τους κοιτώντας τον φευγαλέα, αδιάφορα κι απαξιωτικά. Ήταν ένας βρώμικος κοκκαλιάρης, πεινασμένος, ζητιάνος που ζητούσε την προσοχή τους μήπως του δώσουν τίποτα και φάει.
Πίστευε ότι κανένας δεν τον αγαπούσε, ένιωθε μόνος και άτυχος. Πίστευε ότι η ζωή ήταν άδικη μαζί του.
Οι θαμώνες του καπηλειού που και που πετούσαν ξεροκόμματα στα σκυλιά του δρόμου, κανένας όμως απ’ αυτούς δεν αντιλαμβανόταν την παρουσία του ζητιάνου.
Ο ζητιάνος κάθε φορά που άκουγε τον ήχο του ξερού ψωμιού που έπεφτε στο χώμα, έτρεχε σαν τρελός να το πάρει πριν του το αρπάξουν τα σκυλιά. Προσπαθούσε να φάει ότι προλάβει.
Ένιωθε μόνος , βρώμικος δίχως αγάπη, πίστευε ότι αυτή ήταν η μοίρα του και ήταν πολύ θυμωμένος μ’ αυτό. Εξάλλου έτσι είχε μάθει, γεννήθηκε ζητιάνος, και μεγάλωσε σαν ζητιάνος, πως θα μπορούσε άλλωστε να άξιζε την αγάπη και την φροντίδα;
Δεν είχε μάθει να δουλεύει ώστε να μπορεί να φροντίσει τον εαυτό του όπως οι άλλοι άνθρωποι γύρω του, δεν ήξερε πως είναι να τον αγαπά κάποιος, δεν είχε μάθει τι σημαίνει αγάπη. Ποτέ δεν σήκωσε τα μάτια προς την αγάπη. Ποιός / ποιά θα κοίταζε ένα ζητιάνο;
Ο θυμός του μεγάλωνε μέρα με την μέρα καθώς οι σκέψεις αυτές γύριζαν σαν δαίμονες στο κεφάλι του. Ήταν θυμωμένος με όλους, μα πιο πολύ με τον εαυτό του που γεννήθηκε ζητιάνος <<Έπρεπε να γεννηθώ βασιλιάς μονολογούσε>>.
Μια μέρα το καπηλειό το επισκέφτηκε ο βασιλιάς της χώρας, μεταμφιεσμένος σε απλό χωρικό για να βιώσει αυτό που δεν μπορούσε να βιώσει ως βασιλιάς δηλαδή την απλότητα της ζωής των χωρικών.
Ο βασιλιάς καθώς έβγαινε από το ταβερνείο κι ενώ είχε απολαύσει την βραδιά του πλάι με τους χωρικούς, έπεσε το βλέμμα του πάνω στον ζητιάνο και τον πλησίασε.
-Τι κάνεις εδώ τον ρώτησε;
-Ζητιανεύω κανά ξεροκόμματο για να φάω , είπε ο ζητιάνος.
Και σ’ αρέσει αυτό που κάνεις, νιώθεις χαρούμενος; τον ξαναρώτησε ο βασιλιάς.
-Όχι είμαι δυστυχισμένος, αλλά αυτό έμαθα να κάνω.
Ανγινόμουν βασιλιάς θα είχα τα πάντα, φαγητό, αγάπη, προσοχή απ’ όλους. Απάντησε ο ζητιάνος.
-Μα γιατί βασιλιάς κι όχι ένας απλός χωρικός που κερδίζει την ζωή του ; Ο ζητιάνος όμως που ήταν και τεμπέλης γιατί σ’ όλη του την ζωή είχε μάθει να κάθεται στην γωνιά, του απάντησε.
-Γιατί χωρίς κόπο αν ήμουν βασιλιάς θα πραγματοποιούσα όλα τα όνειρα μου.
Αυτά που είπε ο ζητιάνος προβλημάτισαν πολύ τον βασιλιά τόσο, που μπήκε στον πειρασμό να βιώσει πως νιώθει ένας ζητιάνος. Έτσι ζήτησε από τον ακόλουθο του να τον βοηθήσει στο σχέδιο του.
Την άλλη μέρα ο ανθυπασπιστής του βασιλιά πήγε και πήρε τον ζητιάνο και τον πήγε στο παλάτι.
Εκεί τον περίμενε μεγάλη έκπληξη, υπηρέτες ξεφύτρωναν από παντού για τον υπηρετήσουν.
Τον έπλυναν με τα πιο αρωματισμένα σαπούνια του κόσμου, του έδωσαν βασιλικά, πλουμιστά ρούχα να φορέσει και του έστρωσαν το βασιλικό τραπέζι με όλα τα καλούδια για να φάει.
Απ’ την άλλη μεριά ο βασιλιάς που ήταν λεοντόκαρδος, πήρε την θέση του ζητιάνου στην γωνιά του καπηλειού.
Καθώς ο ζητιάνος απολάμβανε την βασιλική ζωή, ο πραγματικός βασιλιάς ζούσε την ζωή του ζητιάνου με μεγάλες και εντυπωσιακές διαφορές.
Ο ζητιάνος που ήταν βασιλιάς δεν πείνασε ούτε μια ημέρα γιατί η μεγάλη του καρδιά εξέπεμπε φως και αγάπη κι ο κόσμος δίχως να ξέρει το γιατί πήγαινε κοντά του. Παρόλο που ήταν κουρελής και βρώμικος ενδιαφερόταν αληθινά για τον κόσμο και πως νιώθουν οι άνθρωποι , είχε ανοιχτά τα αυτιά και την καρδιά του για να ακούσει τα προβλήματα ή την χαρά τους και πάντα είχε μια καλή κουβέντα να τους πει ώστε να τους εμψυχώσει, η καρδιά του βασιλιά ήταν γεμάτη αγάπη κι αυτή η αγάπη επέστρεφε πίσω με την φροντίδα του κόσμου που του έδινε καθημερινά να φάει και να πιει. Πολλοί απ’ αυτούς του πρόσφεραν καθαρά, ζεστά, ρούχα.Η εικόνα που έβγαζε προς τα έξω ο βασιλιάς ζητιάνος δεν έμοιαζε καθόλου με του πραγματικού ζητιάνου.
Απ’ την άλλη μεριά ο ζητιάνος δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος δεν τον ικανοποιούσε τίποτα, δεν του άρεσαν τα ρούχα που του πρόσφεραν πλουσιοπάροχα, μήτε το φαγητό αλλά ούτε το ζεστό πουπουλένιο κρεβάτι του. Ήταν μίζερος και γκρινιάρης όλη την ημέρα. Θύμωνε με τον κόσμο που τον σεβόταν και τον υπηρετούσε, ήξερε βαθιά μέσα του ότι τίποτα απ όλα αυτά δεν κέρδισε μόνος του, απλά του δόθηκαν. Τον έπνιγε το παλάτι, ήθελε πίσω την βρώμικη μίζερη ζωή του κι έτσι κίνησε πίσω για την γωνιά του.
Γυρνώντας στην γωνιά του και βλέποντας τον βασιλιά να έχει πάρει την θέση του κατάλαβε τι είχε συμβεί.
Θυμωμένος τότε με τον βασιλιά του ζήτησε να ξαναπάρει την θέση του λέγοντας…
-Εγώ δεν έμαθα να αγαπώ, ούτε να με φροντίζουν, αυτό που μου έκανες ήταν πολύ άδικο , θέλω πίσω αυτό που είχα γιατί έμαθα να είμαι ανύπαρκτος, έτσι έμαθα να ζω , αυτό ήξερα μέχρι τώρα.
Τότε ο βασιλιάς ζητιάνος του έδωσε πίσω την γωνιά του, συμπάσχοντας μαζί του για την επιλογή του ζητιάνου.
Υ.Σ
Όλοι μέσα μας κρύβουμε ένα ζητιάνο που εκλιπαρεί, ζητιανεύοντας λίγα ψίχουλα προσοχής και αγάπης, ακόμη όμως κι αν μας τα δώσουν, ικανοποίηση δεν θα βρούμε γιατί τα ζητάμε έξω, επειδή δεν μπορούμε να τα βρούμε μέσα μας.
Η αφθονία της αγάπης βρίσκεται μέσα μας και βρίσκεται εκεί για να την προσφέρουμε δίχως ανταλλάγματα. Όταν είμαι η αγάπη , δεν περιμένω αποδείξεις ΕΙΜΑΙ …..και δίνω.
Δεν μπορείς να προσφέρεις σε κάποιον κάτι που δεν θέλει να πάρει. Χρειάζεται να τιμήσεις την επιλογή του.
Όταν υπάρχει έλλειψη εσωτερική, με όποιον τρόπο κι αν παρουσιαστείς, πάλι το ίδιο αποτέλεσμα θα έχεις ….ΕΛΛΕΙΨΗ , (θα ζεις και θα συμπεριφέρεσαι σαν τον ζητιάνο του παραμυθιού).
Αν μόνος/η δεν κάνεις τα βήματα προς την αυτό-αποκάλυψη του εαυτού σου, ότι και να σου δώσουν οι άλλοι δεν θα το εκτιμήσεις.
Ο βασιλιάς που είχε την αφθονία μέσα του, βίωσε την αφθονία και σαν ζητιάνος.
Αυτό που νιώθεις μέσα σου είναι αυτό ακριβώς που δημιουργεί την πραγματικότητα σου.
Ζωή
( το παραμύθι δημιουργήθηκε στις 11/1/2015)